Μια φορά και έναν καιρό, έναν καιρό δύσκολο, ήρθε η ζωή και μας ταρακούνησε. Μας σήκωσε από τον καναπέ της ασφάλειας και της σιγουριάς, όπου χρόνια τώρα καθόμασταν βολεμένοι και ευχαριστημένοι. Μας ταρακούνησε για τα καλά, ίσως παραπάνω απ’ όσο περιμέναμε και από όσο είχαμε φανταστεί. Γιατί εάν κάποτε, κάπου, κάποιος μας διηγούνταν όλα αυτά που ζήσαμε τον τελευταίο χρόνο, μάλλον θα τον περνούσαμε για τρελό! Εντάξει, θέλει και η ζωή την τρέλα της, αλλά… αυτού του είδους την «τρέλα» ούτε σε όνειρο δεν την είχαμε δει! Είναι που μάθαμε να ζούμε μια τακτοποιημένη ζωή, που κυλάει με ένα σταθερό ρυθμό, χωρίς πολλές και έντονες αλλαγές και εάν λέγαμε να αλλάξουμε κάτι στην καθημερινότητά μας, ίσως το χρώμα των μαλλιών μας, ίσως τη διατροφή μας, τη γκαρνταρόμπα μας, ίσως τη διακόσμηση του σπιτιού μας, το αναβάλλαμε ξανά και ξανά, μέχρι να είμαστε σίγουροι για την απόφασή μας. Άλλωστε, δεν θα άλλαζε κάτι από τη μια μέρα στην άλλη!
Και να που από τη μια μέρα στην άλλη, άλλαξε όλος ο κόσμος! Με τα πάντα δεδομένα, ότι υπάρχουν και θα υπάρχουν στο τώρα και στο πάντα, πορευόμασταν στη ζωή. Προγραμματίζαμε όλες μας τις ενέργειες, τις βόλτες μας, τα ταξίδια μας, τις δουλειές μας, τις σπουδές μας. Για τον επόμενο χρόνο, ίσως και για την επόμενη πενταετία, ξέραμε με κάθε λεπτομέρεια και σιγουριά, το στόχο που θα πετύχουμε, τη δουλειά που θα πιάσουμε, τις εργασίες που θα ολοκληρώσουμε, τα πράγματα που θα μάθουμε, τα ταξίδια που θα κάνουμε. Τη ζωή που θα ζήσουμε, έτσι όπως την επιθυμούμε. Και εάν τελευταία στιγμή λέγαμε να αλλάξουμε κάτι, ασήμαντο πάντα, θα μας έβγαζε λίγο εκτός προγράμματος, αλλά θα το αντιμετωπίζαμε. Αυτή τη τελευταία φράση λοιπόν, μια ζωή «εκτός προγράμματος» μας έλαχε αυτή η χρονιά να ζήσουμε. Βασικά, για να ακριβολογούμε, μας έδωσε μια μικρή γεύση για τον τρόπο που θα πρέπει στο εξής να «προγραμματίζουμε» την καθ’ όλα απρογραμμάτιστη ζωή.
Πρωταγωνιστήσαμε σε ένα παραμύθι αλλιώτικο, με τα καλά και με τα άσχημα που μπορεί να κρύβει και που όμως θα πρέπει κάποια στιγμή να διηγηθούμε στα παιδιά μας. Μπορεί να μην έχει πρίγκιπες με άμαξες αντί για αυτοκίνητα, έχει όμως σύγχρονους «πρίγκιπες», οι οποίοι προτιμούν να χρησιμοποιήσουν τα ποδήλατά τους για να μετακινηθούν, προστατεύοντας έτσι το περιβάλλον. Μπορεί να μην έχει πριγκίπισσες με λαμπερά φορέματα, έχει όμως γυναίκες με μια μοναδική, διαφορετική λάμψη που τολμούν να βγουν μπροστά και να μιλήσουν για όλα αυτά που τους έχουν πονέσει, να σπάσουν τη σιωπή που τις κρατούσε κλειδωμένες σε έναν κόσμο σκοτεινό, βουβό και άδικο και που δε χρειάζονται λαμπερά φορέματα και φώτα για να τις δει ο κόσμος. Μπορεί να μην υπάρχουν μοχθηροί βασιλιάδες που θέλουν να βλάψουν τους φτωχούς και ανήμπορους, αλλά υπάρχει ένας «βασιλιάς», αόρατος, που με τη κορώνα του επιβάλλεται σε όλους τους ανθρώπους, χωρίς καμία διάκριση. Μπορεί να μην έχει μάχες μεταξύ των καλών και των κακών αλλά έχει ανθρώπους καλούς που διεκδικούν με όλα τους τα «όπλα» τα δικαιώματά τους, αγωνίζονται για μια δίκαιη και «καθαρή» κοινωνία και ανθρώπους κακούς, που προκαλούν πόνο στη ψυχή και στο σώμα αθώων παιδιών, και άλλους που θεωρούν ότι φορώντας μια στολή και νομιμοποιούμενοι να φέρουν πάνω τους όπλα, έχουν και το δικαίωμα να χρησιμοποιούν βία, για να επιβάλουν την ισχύ τους, σε μια κατά τ’ άλλα δημοκρατική κοινωνία. Μπορεί επίσης αυτό το παραμύθι να μην έχει σούπερ ήρωες που πετάνε στον αέρα, έχει όμως τους δικούς του «σούπερ ήρωες», που έχουν τις δικές τους «υπερδυνάμεις» και οι οποίοι με μια λευκή στολή και μια μάσκα στο πρόσωπο προσπαθούν καθημερινά να κρατήσουν στη ζωή χιλιάδες ψυχές, δίνοντας δύναμη από τη δική τους ψυχή.
Από την άλλη, μαθαίνουμε σε αυτό το παραμύθι για ανθρώπους που μέσα από τις δυσκολίες και τον πόνο που τους έφερε η ζωή βγήκαν πιο δυνατοί, που εκτίμησαν την αξία της αγκαλιάς, ξέρετε, εκείνες τις στιγμές που δύο άνθρωποι κουμπώνουν τόσο αρμονικά χωρίς φόβο και άγχος και αυτή η στιγμή είναι βάλσαμο για τη ψυχή τους. Για ανθρώπους που έμαθαν να εκτιμούν τις απλές και καθημερινές κουβέντες που ανταλλάσσουμε με τους γύρω μας, μια βόλτα στην παραλία, μια συνάντηση φίλων με ένα καφέ στο χέρι στα παγκάκια της πλατείας, με αστείες διηγήσεις από τα παλιά.
Αυτά και άλλα πολλά ζήσαμε στο δικό μας «παραμύθι», που θα το θυμόμαστε για πάντα. Και που ξέρετε! Ίσως με τον καιρό, στη πορεία αυτού του παραμυθιού που συνεχίζει να γράφει την ιστορία του, να εμφανιστούν και σε αυτό το παραμύθι πρίγκιπες και νεράιδες και χρώματα πολλά και μόνιμα χαμογελαστοί άνθρωποι και αγάπη απέραντη, τόση που να γεμίσει κάθε σπίτι και κάθε ανθρώπινη ψυχή. Και στο τέλος να πούμε.. «Και έζησαν και αυτοί και εμείς καλά και αυτό είναι αρκετό!».